- ὀφίουρος
- ὀφίουροςserpent-tailedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφίουρος — η, ο (Α ὀφίουρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφίουρος ζωολ. μία από τις δύο τάξεις τών οφιουροειδών αρχ. (για ένα αιθιοπικό πτηνό) αυτός που έχει ουρά φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + ουρος (< οὐρά)] … Dictionary of Greek
οφιουρά — η ο οφίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όφις, ιος + ουρά] … Dictionary of Greek
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek